«Ανοιχτό παράθυρο» για να μπλοκάρουν τη διαδικτυακή πώληση των προϊόντων τους αφήνει απόφαση του Ευρωδικαστηρίου την Τετάρτη σύμφωνα με την οποία δικαιώθηκε ο όμιλος καλλυντικών, Coty, o οποίος δεν θεωρήθηκε ότι η κίνησή του να μπλοκάρει τις online πωλήσεις των προϊόντων του σε συγκεκριμένες πλατφρόρμες αντιβαίνει στους κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η απόφαση αυτή δημιουργεί προηγούμενο ώστε οι εταιρείες πολυτελών ειδών να είναι σε θέση να εμποδίσουν την πώληση των προϊόντων τους σε γνωστές πλατφόρμες όπως είναι η Amazon κλπ.
Συγκεκριμένα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποφάσισε την Τετάρτη ότι ο αμερικανικός όμιλος Coty, στον οποίο ανήκουν πολλές γνωστές μάρκες όπως η Calvin Klein, η Rimmel και η Marc Jacobs, δεν προσκρούει στο ευρωπαϊκό δίκαιο ανταγωνισμού με την κίνησή του να εμποδίσει την Parfümerie Akzente, έναν από τους εξουσιοδοτημένους διανομείς να διαθέτει τα προϊόντα της στην ιστοσελίδα της Amazon.
Η υπόθεση «στρώνει το έδαφος» για παρόμοιες ενέργειες και από την πλευρά άλλων επιχειρήσεων ειδών πολυτελείας οι οποίες θα έχουν τη δυνατότητα να μπλοκάρουν την πώληση μέσα από γνωστά διαδικτυακά κανάλια όπως είναι το eBay κλπ.
Υπάρχει ένα ειδικό καθεστώς το οποίο ισχύει στον κλάδο των ειδών πολυτελείας το οποίο ουσιαστικά εξαιρεί τις επιχειρήσεις από το θεσμικό πλαίσιο για τον ανταγωνισμό και επιτρέπει σε μάρκες πολυτελείας, όπως είναι η Gucci και η Dior, να περιορίζουν την πώληση των προϊόντων τους σε χώρους (καταστήματα), οι οποίοι διατηρούν μια «εικόνα πολυτέλειας».
Οι διαδικτυακές πλατφόρμες και κάποιοι επαγγελματίες που εξειδικεύονται στους αντιμονοπωλιακούς νόμους έχουν εκφράσει ανησυχίες ότι αυτή η υπόθεση θα μπορούσε να αποτελέσει αφορμή για ευρύτερη εφαρμογή τέτοιων περιορισμών και σε κλάδους εκτός των ειδών πολυτελείας. Αυτή η επέκταση θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο ένα σημαντικό κανάλι διανομής για πολλούς μικρής και μεσαίας κλίμακας εμπόρους των προϊόντων που ανήκουν στη μεσαία κατηγορία.
Σημειώνεται ότι ο κλάδος των ειδών πολυτελείας δεν έχει ανακάμψει παρά την ανάπτυξη της συγκεκριμένης βιομηχανίας. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία, αν και το 65% των επιχειρήσεων σημείωσε αύξηση πωλήσεων το 2017, μόνο το ένα τρίτο από αυτές κατάφερε να καταγράψει κέρδη.