Πέμπτη, 28 Μαρτίου, 2024

Το ιστορικό κτίριο του Sans Rival αναζητά αγοραστή

Βρίσκεται στο Πειραιά και το οποίο παραπέμπει σε άλλες εποχές

sansrisansΗ «παγωμάρα» στις αγοραπωλησίες ακινήτων κτύπησε και το ακίνητο Sans Rival που βρίσκεται στο Πειραιά και το οποίο παραπέμπει σε άλλες εποχές. Και επειδή σίγουρα οι νεότεροι δεν ξέρουν ότι πρόκειται για σήμα κατατεθέν μίας πάλαι ποτέ κραταιάς δύναμης στον χώρο της ποτοποιίας.

To ιστορικό ακίνητο αν και πωλείται από το 2009 ακόμη δεν έχει βρει αγοραστεί. Την ίδια στιγμή, όπως μας ενημέρωσε αποκλειστικά το μεσιτικό γραφείο που το διαχειρίζεται εξαιτίας της κρίσης η τιμή του ακινήτου συνεχίζει την ελεύθερη πτώση της. Από 5,5 εκατ. ευρώ που ήταν η τιμή πώλησης το 2009 σήμερα έχει πέσει στα 3,5 εκατ. ευρώ. Οι κτιριακές εγκαταστάσεις ανέρχονται σε 5.000 τ.μ. και εκτείνονται σε 2 στρέμματα.

Πληροφορίες που δεν επιβεβαιώνονται λένε ότι όμιλοι από τον τραπεζικό κλάδο αλλά και τον χώρο του real estate έχουν δείξει ενδιαφέρον για το ακίνητο.

Η ιστορία

Ο καυτός μήνας του Ιουλίου 2012 έφυγε παίρνοντας μαζί του, μια από τις παραδοσιακές μορφές της ελληνικής ποτοποιίας, τον Χρίστο Θωμόπουλο, που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 93 ετών.

Γόνος οικογένειας ποτοποιών, που ταυτίστηκε με το περίφημο ούζο «Sans Rival», ο Χρίστος Θωμόπουλος στο μακρό βίο του είχε την εμπειρία όλων των φάσεων της οικογενειακής επιχείρησης: και των ένδοξων, αλλά και αυτών της αγωνίας για την επιβίωσή της.

Ο πατέρας του Πέτρος Θωμόπουλος, έφθασε στις αρχές της δεκαετίας του 1900 (1905) από την ιδιαίτερη πατρίδα του, την Καλαμάτα, στο (τότε) κέντρο της βιομηχανικής ανάπτυξης της Ελλάδος, τον Πειραιά, με μοναδικό του «όπλο» την τέχνη της απόσταξης που έμαθε πολύ καλά από τον πατέρα του. Δίχως καθυστέρηση στρώθηκε στην δουλειά κάνοντας αυτό που γνώριζε καλά, δηλαδή ούζο, με ένα χειροκίνητο αποστακτήριο.

Χρονιά-σταθμός για την οικογένειά του ήταν το 1925, όταν ο πατέρας του, Πέτρος Θωμόπουλος, έχτισε στα Καμίνια του Πειραιά την υπερσύγχρονη για την εποχή της ποτοποιία, η φήμη της οποίας εξαπλώθηκε πολύ γρήγορα, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στις εστίες του απόδημου ελληνισμού, σε δεκάδες χώρες του εξωτερικού, δημιουργώντας σταδιακά μια μοναδική εξαγωγική εξάπλωση, από τις ΗΠΑ και τον Καναδά μέχρι τη Σομαλία, το Σουδάν και την Αυστραλία.

Τα μεγαλεία των προηγουμένων χρόνων δεν είναι παρά μια ευχάριστη ανάμνηση μέσα στη ζοφερή πραγματικότητα των ετών 1941-44. Στο εργοστάσιο δεν απέμεινε παρά μία μόνο εργάτρια και κάμποσα αποθέματα σε μπράντι. Έτσι, με λίγα λεφτά, η οικογένεια αγόραζε ένα βαρελάκι οινόπνευμα και με λίγη ζάχαρη έφτιαχνε μπράντι και ο νεαρός τότε Χρίστος Θωμόπουλος με το τρένο το μετέφερε στην Αθήνα και τροφοδοτούσε τα μπακάλικα και τις κάβες ποτών που είχαν απομείνει. Τον τελευταίο χρόνο της Κατοχής η καταστροφή ολοκληρώνεται, με τον αγγλικό βομβαρδισμό του Πειραιά. Το πρατήριο που διατηρούσε για χρόνια πλησίον του ηλεκτρικού σταθμού βομβαρδίζεται.

Μετά την απελευθέρωση και ως τις αρχές της δεκαετίας του 1950 ό,τι απέμεινε από την άλλοτε κραταιά ποτοποιία δεν εντάχθηκε στο Σχέδιο Μάρσαλ και η οικογένεια Θωμόπουλου κάνει απεγνωσμένες προσπάθειες να ευθυγραμμιστεί και πάλι με το μεσοπολεμικό παρελθόν της. Μάλλον μάταια, τουλάχιστον ως το 1951, όταν, ξαφνικά, μέσω κάποιων Ελλήνων από την Αμερική, η βιοτεχνία παίρνει παραγγελία για εξαγωγή στις ΗΠΑ 1.000 κιβωτίων ούζου. Από τη διαφορά του συναλλάγματος η οικογένεια κέρδισε 1.000 χρυσές λίρες.

Και τότε πλέον η κατάσταση αλλάζει. Το 1953 η επιχείρηση από ατομική μετατρέπεται σε ομόρρυθμο εταιρεία και τα ηνία αναλαμβάνει ο Χρίστος Θωμόπουλος, που έχει σπουδάσει χημικός. Οι ξένες αγορές βρίσκονται στο επίκεντρο των στρατηγικών στόχων του φιλόδοξου διαδόχου, ο οποίος δηλώνει ότι επαγγέλλεται «βιομήχανος». Ένας νέος αγώνας δρόμου για την κατάκτησή τους αρχίζει και πάλι. Υπερηφανεύεται ότι η φήμη του προϊόντος του φτάνει ως το μακρινό Παναμά(!) και οι φιλοδοξίες του δεν περιορίζονται μόνο στην επιχειρηματική ανέλιξή του, αλλά και στον εργοδοτικό συνδικαλισμό. Θήτευσε, μεταξύ των άλλων, στο Διοικητικό Συμβούλιο του ΣΕΒ και του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς. Παράλληλα, οι εγκαταστάσεις της επιχείρησης συνεχώς επεκτείνονται. Ο Χρίστος Θωμόπουλος υποστήριζε χαρακτηριστικά: «Στη δεκαετία του ’50 το ούζο ταυτίστηκε με το «Sans Rival» και την αγορά την είχα σχεδόν μονοπωλήσει».

Το 1971 η επιχείρηση διαθέτει δύο εργοστάσια στην ίδια περιοχή και μετατρέπεται από ομόρρυθμη, που ήταν ως τότε, σε ανώνυμη εταιρεία. Παράλληλα, ο Χρίστος Θωμόπουλος αρνούνταν επίμονα να δραστηριοποιηθεί, παρότι είχε ανάλογες προσφορές, στην εισαγωγή αλκοολούχων ποτών, διότι, όπως υποστήριζε, δεν ήταν «εισαγωγέας, αλλά βιομήχανος»!

Η επόμενη γενιά της οικογένειας (τα παιδιά του Χρίστου Θωμόπουλου) άρχισαν τη σταδιακή δραστηριοποίησή τους στην οικογενειακή ποτοποιία πριν από κάποια χρόνια, όταν ξαφνικά και αναπάντεχα άλλαξαν όλα: ο Χρίστος Θωμόπουλος (σε ηλικία 90 ετών πλέον) και ο Νίκος Καλογιάννης (στην πέμπτη δεκαετία της ζωής του), συμφώνησαν να δημιουργηθεί μια νέα Ανώνυμη Εταιρεία, με την επωνυμία «Ποτοποιία Χρίστου Θωμόπουλου», στην οποία ο Νίκος Καλογιάννης απέκτησε πλειοψηφικό μερίδιο και στην οποία μεταβιβάστηκαν όλα τα σήματα -15 στον αριθμό- της «Ελληνικής Ποτοποιίας Π. Θωμόπουλου και Υιού».

(Visited 1 times, 1 visits today)
By